Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τὼ πόδε

См. также в других словарях:

  • πόδε — πούς foot masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SARAPUS — Graece Σαράπους et Σάραπος, cognomen Pittaci, unius e VII. Graeciae Sapientibus. Diogenes Laertius de illo, l. 1. c. 81. Τοῦτον Α᾿λκαῖος Σαράποδα μὲν καὶ Σάραπον ἐκάλει, διὰ τὸ πλατύπουνεἶναι καὶ ἐπισύρειν τὼ πόδε. Hunc Alcaeus Sarapodem et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ударение в праиндоевропейском языке — Перед прочтением этой статьи, для лучшего понимания материала, настоятельно рекомендуется ознакомиться со статьёй ударение. Ударение в праиндоевропейском языке было свободным (могло находиться на любом слоге в слове) и подвижным (могло смещаться… …   Википедия

  • BLAUTAE seu BLAUTIA — sandalii genus. Hesychius, βλαύτια, κρηπῖδες ἢ ςανδάλια, Blautia crepidae vel sandalia. Et quidem Cynicorum proprium: vetus Epigr. Leonidae Ο᾿ ςκήπων καὶ ταῦτα τὰ βλαύτια, πότνια Κύπρι, Α῎γκειται Κυνικοῦ ςκῦλα Ποσωχἀρεος Ο῎λπη τε ῥυπὀεςςα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SYRTAE — apud Plin. l. 7. c. 2. anguium modo loripedes vocari Syrtas, nomem populi, de quo vide in voce Syrictae. Nempe sic appellati sunt, quod pedes habeant lentos et fluxos anguium instar vel lori, adeoque trahant pedes et repant potius, quam ambulent …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εναλλάξ — (AM ἐναλλάξ) επίρρ. κατά διαδοχική επανάληψη, εκ περιτροπής, μια ο ένας και μια ο άλλος («τοὺς δὲ τοιούτους ἐναλλὰξ τοτὲ μὲν χεῑρον, τοτὲ δὲ βέλτιον πράξειν», Ισοκρ.) νεοελλ. (γεωμ.) «εναλλὰξ γωνίες» αυτές που σχηματίζονται και από τη μία και από …   Dictionary of Greek

  • ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… …   Dictionary of Greek

  • νω — νώ (Α) (αντων.) (ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. τού εγώ) εμείς οι δύο, εμάς τους δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αντωνυμία νώ αντιστοιχεί με αβεστ. nā, αρχ. ινδ. nau και αρχ. σλαβ. na. Ο τ. τής επικής ονομ. και αιτ. νῶϊ εμφανίζει δυσερμήνευτο τελικό ι, που κατ… …   Dictionary of Greek

  • προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… …   Dictionary of Greek

  • πόδ' — πόδα , πούς foot masc acc sg πόδε , πούς foot masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»